ονειρευτός

ονειρευτός
-ή, -ό
1. αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο
2. μαγευτικός, θεσπέσιος («ονειρευτή ομορφιά»)
3. μτφ. περιπόθητος («κάποιου ονειρευτού σου θεού τη χάρη», Παλαμ.).
επίρρ...
ονειρευτά
με ονειρευτό τρόπο, όπως στα όνειρα, ονειρεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονειρεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ονειρώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο όμοιος με όνειρο, ο φανταστικός, ο εξαιρετικά ωραίος, αλλ. ονειρευτός: Ονειρώδης διακόσμηση κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμυθένιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει ή συμβαίνει σε παραμύθι, φανταστικός, ιδανικός, απερίγραπτος, ονειρευτός: Ο παραμυθένιος κόσμος των παιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”